- αποκλίνω
- (AM ἀποκλίνω)1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτινεοελλ.1. ξεφεύγω από το κανονικό2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία τουαρχ.-μσν.φεύγωαρχ.1. κάνω να κλίνει προς άλλη κατεύθυνση, εκτρέπω2. στρέφω προς τα πίσω3. είμαι κατηφορικός4. παρεκκλίνω, εκτρέπομαι5. ξεπέφτω6. (-ομαι) α) ανατρέπομαιβ) (για την ημέρα) γέρνω προς το βράδι.
Dictionary of Greek. 2013.